- αποστέκω
- αμετ. αποστέκομαι (αόρ. αποστάθηκα)1) останавливаться на минуточку; 2) оставаться до конца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποστέκω — (Μ ἀποστέκω) 1. σταματώ, παύω να κάνω κάτι 2. αποκάμνω, κουράζομαι μσν. φεύγω μακριά από κάπου … Dictionary of Greek